On air

Every Saturday @ Midnight


F(reaking)_Rock Show

F(reaking)_Rock Show

13/11/12

ΜΑΣΚΑ #1


Φεύγεις σχεδόν τρέχοντας, άγαρμπος παρασύρεις αντικείμενα στο πέρασμα σου. Περνάς το χέρι σου πάνω της και με μία κίνηση, ασυναίσθητη (ίσως), τη ρίχνεις στο πάτωμα. Ένα υπόκωφο ουρλιαχτό. Όχι δικό της ούτε δικό μου. Απλά μένει εκεί και αιωρείται στη σιωπή συνοδεύοντας τον ήχο της πορσελάνης που σπάει και της πόρτας που χτυπάει δυνατά πίσω σου. Δεν ξέρω αν γύρισες να κοιτάξεις τα θρύψαλα. Το βλέμμα μου πάγωσε στο δευτερόλεπτο λίγο πριν αγγίξει το πάτωμα. Στο δευτερόλεπτο λίγο πριν κλείσεις την πόρτα πίσω σου. Κι ύστερα τα μάτια έτσουξαν από τα δάκρυα. Σαν από εφιαλτικό ξύπνημα σχεδόν με κομμένη την ανάσα αντικρύζω τα κομμάτια.
Κάθομαι στο πάτωμα και τα μαζεύω προσεχτικά, ένα ένα. Περνάω το χέρι μου και χαϊδεύω το πάτωμα για να μαζέψω ακόμη και το ελάχιστο. Τα συγκεντρώνω μπροστά μου και αρχίζω να ενώνω το πορσελάνινο παζλ. Τα μάτια καρφωμένα στη μάσκα. Όπως όταν την πρωτοαντίκρυσα. Στο πρώτο μας ταξίδι. Στο μόνο μας ταξίδι. Θυμάμαι είχα παγώσει μπροστά στη βιτρίνα. Την κοίταγα μόνο. Τόσο όμορφη, τόσο μαγευτικά γοητευτική. Με ένα ίχνος χαμόγελου και ένα ζωγραφισμένο δάκρυ. Η μάσκα της ψυχής μου σου είπα. Δε με άκουσες, είχες ήδη μπει μέσα στο μαγαζί. Βγήκες έξω μερικά λεπτά μετά, με το χαμόγελο του παιδιού που μόλις είχε κάνει σκανδαλιά. Μα, είναι πανάκριβη ψέλισα. Την ήθελες μου απάντησες. Είναι δική σου. Κι άλλα θέλησα, μουρμουρίζω μαζεύοντας τα κομμάτια, εκείνα δεν έχουν σημασία πια; Σωστά;
Πιάνω την κόλλα, καταπιάνομαι με το να ταιριάξω τα κομμάτια. Τίποτα δεν μπορεί να καταστραφεί αν δεν το επιτρέψεις εσύ. Ξεροκέφαλη  και ισχυρογνώμων. Τα επίθετα που με χαρακτηρίζεις. Θα γέλαγες μαζί μου αν ήσουνα εδώ. Πας να σώσεις κάτι που δε σώζεται. Ακούω τα λόγια σου. Τα πάντα σώζονται αρκεί να το θες, ψιθυρίζω πεισμωμένη.  Ξαφνικά συνειδητοποιώ έναν οξύ πόνο, βλέπω το αίμα να κυλάει στη θέση του ζωγραφισμένου δακρύου . Τρέχει κόλλα και αίμα, ανακατεύονται, δημιουργούν πορφυρά σημάδια στο μέχρι πρότεινως ονειρώδες πρόσωπο.  Ας είναι, τελείωσε η επιδιόρθωση. Με κοιτά ραγισμένη, με ένα ίχνος χαμόγελου και ένα ματωμένο δάκρυ.
Θα μπορούσα να κάνω χίλια δυο πράγματα, από το να την κλείσω στο χρονοντούλαπο των αναμνήσεων, μέχρι να τη βάψω απ’ την αρχή. Όμως τη θέλω όπως είναι τώρα. Την τοποθετώ στη θέση της. Εκεί θα μείνει, να μου θυμίζει το πρώτο μας ταξίδι, να μου θυμίζει το τελευταίο σου φευγιό.  Άγαρμο, παρασύροντας αντικείμενα στο πέρασμα σου, συνοδευόμενο από ένα υπόκωφο ουρλιαχτό, τον ήχο της πορσελάνης που σπάει και της πόρτας που χτυπάει δυνατά πίσω σου.